Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔμπεδος2
ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόφρων
ἐμπεδόφυλλος
ἐμπεδόω
ἐμπέδωσις
ἐμπειράζω
ἐμπειράομαι
ἐμπειρέω
ἐμπειρία
ἐμπειρικός
ἐμπειρόπλους
ἐμπειροπόλεμος
ἐμπειροπράγμων
ἔμπειρος
ἐμπειρότοκος
ἐμπείρω
ἐμπείρων
ἐμπελαγίζω
ἐμπελαδόν
ἐμπελάζω
View word page
ἐμπειρικός
experienced
ShortDef
experienced
Debugging
Headword:
ἐμπειρικός
Headword (normalized):
ἐμπειρικός
Headword (normalized/stripped):
εμπειρικος
IDX:
29080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29081
Key:
Data
{'content': 'experienced'}