Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔμπεδος
ἔμπεδος2
ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόφρων
ἐμπεδόφυλλος
ἐμπεδόω
ἐμπέδωσις
ἐμπειράζω
ἐμπειράομαι
ἐμπειρέω
ἐμπειρία
ἐμπειρικός
ἐμπειρόπλους
ἐμπειροπόλεμος
ἐμπειροπράγμων
ἔμπειρος
ἐμπειρότοκος
ἐμπείρω
ἐμπείρων
ἐμπελαγίζω
ἐμπελαδόν
View word page
ἐμπειρία
experience
ShortDef
experience
Debugging
Headword:
ἐμπειρία
Headword (normalized):
ἐμπειρία
Headword (normalized/stripped):
εμπειρια
IDX:
29079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29080
Key:
Data
{'content': 'experience'}