Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἔμπεδος2
ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόφρων
ἐμπεδόφυλλος
ἐμπεδόω
ἐμπέδωσις
ἐμπειράζω
ἐμπειράομαι
ἐμπειρέω
ἐμπειρία
ἐμπειρικός
ἐμπειρόπλους
ἐμπειροπόλεμος
ἐμπειροπράγμων
ἔμπειρος
ἐμπειρότοκος
ἐμπείρω
ἐμπείρων
ἐμπελαγίζω
View word page
ἐμπειρέω
to be experienced in, have knowledge of

ShortDef

to be experienced in, have knowledge of

Debugging

Headword:
ἐμπειρέω
Headword (normalized):
ἐμπειρέω
Headword (normalized/stripped):
εμπειρεω
IDX:
29078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29079
Key:

Data

{'content': 'to be experienced in, have knowledge of'}