Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπεδόμοχθος
ἐμπεδόμυθος
ἔμπεδον
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἔμπεδος2
ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόφρων
ἐμπεδόφυλλος
ἐμπεδόω
ἐμπέδωσις
ἐμπειράζω
ἐμπειράομαι
ἐμπειρέω
ἐμπειρία
ἐμπειρικός
ἐμπειρόπλους
ἐμπειροπόλεμος
ἐμπειροπράγμων
ἔμπειρος
ἐμπειρότοκος
View word page
ἐμπέδωσις
making good
ShortDef
making good
Debugging
Headword:
ἐμπέδωσις
Headword (normalized):
ἐμπέδωσις
Headword (normalized/stripped):
εμπεδωσις
IDX:
29075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29076
Key:
Data
{'content': 'making good'}