Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπεδολώβης
ἐμπεδόμοχθος
ἐμπεδόμυθος
ἔμπεδον
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἔμπεδος2
ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόφρων
ἐμπεδόφυλλος
ἐμπεδόω
ἐμπέδωσις
ἐμπειράζω
ἐμπειράομαι
ἐμπειρέω
ἐμπειρία
ἐμπειρικός
ἐμπειρόπλους
ἐμπειροπόλεμος
ἐμπειροπράγμων
ἔμπειρος
View word page
ἐμπεδόω
to confirm, ratify; to uphold

ShortDef

to confirm, ratify; to uphold

Debugging

Headword:
ἐμπεδόω
Headword (normalized):
ἐμπεδόω
Headword (normalized/stripped):
εμπεδοω
IDX:
29074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29075
Key:

Data

{'content': 'to confirm, ratify; to uphold'}