Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔμπασις
ἔμπασις2
ἔμπασμα
ἐμπάσσω
ἐμπαστέον
ἐμπαταγέω
ἐμπατέω
ἐμπέδιος
ἐμπεδόκαρπος
Ἐμπεδοκλῆς
ἐμπεδολώβης
ἐμπεδόμοχθος
ἐμπεδόμυθος
ἔμπεδον
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἔμπεδος2
ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόφρων
ἐμπεδόφυλλος
ἐμπεδόω
View word page
ἐμπεδολώβης
everhurting
ShortDef
everhurting
Debugging
Headword:
ἐμπεδολώβης
Headword (normalized):
ἐμπεδολώβης
Headword (normalized/stripped):
εμπεδολωβης
IDX:
29064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29065
Key:
Data
{'content': 'everhurting'}