Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπαρρησιάζομαι
ἔμπας
ἔμπασις
ἔμπασις2
ἔμπασμα
ἐμπάσσω
ἐμπαστέον
ἐμπαταγέω
ἐμπατέω
ἐμπέδιος
ἐμπεδόκαρπος
Ἐμπεδοκλῆς
ἐμπεδολώβης
ἐμπεδόμοχθος
ἐμπεδόμυθος
ἔμπεδον
ἐμπεδορκέω
ἔμπεδος
ἔμπεδος2
ἐμπεδοσθενής
ἐμπεδόφρων
View word page
ἐμπεδόκαρπος
ever-fruiting

ShortDef

ever-fruiting

Debugging

Headword:
ἐμπεδόκαρπος
Headword (normalized):
ἐμπεδόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
εμπεδοκαρπος
IDX:
29062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29063
Key:

Data

{'content': 'ever-fruiting'}