Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπάρειμι
ἐμπαρέχω
ἐμπαρίσταμαι
ἐμπαροινέω
ἐμπαροίνημα
ἐμπαρρησιάζομαι
ἔμπας
ἔμπασις
ἔμπασις2
ἔμπασμα
ἐμπάσσω
ἐμπαστέον
ἐμπαταγέω
ἐμπατέω
ἐμπέδιος
ἐμπεδόκαρπος
Ἐμπεδοκλῆς
ἐμπεδολώβης
ἐμπεδόμοχθος
ἐμπεδόμυθος
ἔμπεδον
View word page
ἐμπάσσω
to sprinkle in
ShortDef
to sprinkle in
Debugging
Headword:
ἐμπάσσω
Headword (normalized):
ἐμπάσσω
Headword (normalized/stripped):
εμπασσω
IDX:
29057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29058
Key:
Data
{'content': 'to sprinkle in'}