Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔμπαμα
ἔμπαν
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαραβάλλομαι
ἐμπαραγίγνομαι
ἐμπαράθετος
ἐμπαραλιμπάνω
ἐμπαρασκευάζω
ἐμπαράσκευος
ἐμπάρειμι
ἐμπαρέχω
ἐμπαρίσταμαι
ἐμπαροινέω
ἐμπαροίνημα
ἐμπαρρησιάζομαι
ἔμπας
ἔμπασις
ἔμπασις2
ἔμπασμα
ἐμπάσσω
ἐμπαστέον
View word page
ἐμπαρέχω
to give into
ShortDef
to give into
Debugging
Headword:
ἐμπαρέχω
Headword (normalized):
ἐμπαρέχω
Headword (normalized/stripped):
εμπαρεχω
IDX:
29048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29049
Key:
Data
{'content': 'to give into'}