Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμπαλιν
ἐμπάλλομαι
ἔμπαμα
ἔμπαν
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαραβάλλομαι
ἐμπαραγίγνομαι
ἐμπαράθετος
ἐμπαραλιμπάνω
ἐμπαρασκευάζω
ἐμπαράσκευος
ἐμπάρειμι
ἐμπαρέχω
ἐμπαρίσταμαι
ἐμπαροινέω
ἐμπαροίνημα
ἐμπαρρησιάζομαι
ἔμπας
ἔμπασις
ἔμπασις2
ἔμπασμα
View word page
ἐμπαράσκευος
prepared

ShortDef

prepared

Debugging

Headword:
ἐμπαράσκευος
Headword (normalized):
ἐμπαράσκευος
Headword (normalized/stripped):
εμπαρασκευος
IDX:
29046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29047
Key:

Data

{'content': 'prepared'}