Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπαλάσσομαι
ἔμπαλιν
ἐμπάλλομαι
ἔμπαμα
ἔμπαν
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαραβάλλομαι
ἐμπαραγίγνομαι
ἐμπαράθετος
ἐμπαραλιμπάνω
ἐμπαρασκευάζω
ἐμπαράσκευος
ἐμπάρειμι
ἐμπαρέχω
ἐμπαρίσταμαι
ἐμπαροινέω
ἐμπαροίνημα
ἐμπαρρησιάζομαι
ἔμπας
ἔμπασις
ἔμπασις2
View word page
ἐμπαρασκευάζω
to prepare
ShortDef
to prepare
Debugging
Headword:
ἐμπαρασκευάζω
Headword (normalized):
ἐμπαρασκευάζω
Headword (normalized/stripped):
εμπαρασκευαζω
IDX:
29045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29046
Key:
Data
{'content': 'to prepare'}