Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπαίω
ἐμπακτόω
ἐμπάλαγμα
ἐμπαλάσσομαι
ἔμπαλιν
ἐμπάλλομαι
ἔμπαμα
ἔμπαν
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαραβάλλομαι
ἐμπαραγίγνομαι
ἐμπαράθετος
ἐμπαραλιμπάνω
ἐμπαρασκευάζω
ἐμπαράσκευος
ἐμπάρειμι
ἐμπαρέχω
ἐμπαρίσταμαι
ἐμπαροινέω
ἐμπαροίνημα
ἐμπαρρησιάζομαι
View word page
ἐμπαραγίγνομαι
come in upon

ShortDef

come in upon

Debugging

Headword:
ἐμπαραγίγνομαι
Headword (normalized):
ἐμπαραγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπαραγιγνομαι
IDX:
29042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29043
Key:

Data

{'content': 'come in upon'}