Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπαιδοτριβέομαι
ἐμπαιδοτροφέομαι
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἔμπαις
ἔμπαισμα
ἐμπαιστική
ἐμπαιστός
ἐμπαίω
ἐμπακτόω
ἐμπάλαγμα
ἐμπαλάσσομαι
ἔμπαλιν
ἐμπάλλομαι
ἔμπαμα
ἔμπαν
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαραβάλλομαι
ἐμπαραγίγνομαι
View word page
ἐμπαίω
to strike in, stamp, emboss

ShortDef

to strike in, stamp, emboss

Debugging

Headword:
ἐμπαίω
Headword (normalized):
ἐμπαίω
Headword (normalized/stripped):
εμπαιω
IDX:
29032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29033
Key:

Data

{'content': 'to strike in, stamp, emboss'}