Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπαιδεύω
ἐμπαιδοτριβέομαι
ἐμπαιδοτροφέομαι
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἔμπαις
ἔμπαισμα
ἐμπαιστική
ἐμπαιστός
ἐμπαίω
ἐμπακτόω
ἐμπάλαγμα
ἐμπαλάσσομαι
ἔμπαλιν
ἐμπάλλομαι
ἔμπαμα
ἔμπαν
ἐμπανηγυρίζω
ἐμπαραβάλλομαι
View word page
ἐμπαιστός
embossed

ShortDef

embossed

Debugging

Headword:
ἐμπαιστός
Headword (normalized):
ἐμπαιστός
Headword (normalized/stripped):
εμπαιστος
IDX:
29031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29032
Key:

Data

{'content': 'embossed'}