Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπαιγμός
ἐμπαιδεύω
ἐμπαιδοτριβέομαι
ἐμπαιδοτροφέομαι
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἔμπαις
ἔμπαισμα
ἐμπαιστική
ἐμπαιστός
ἐμπαίω
ἐμπακτόω
ἐμπάλαγμα
ἐμπαλάσσομαι
ἔμπαλιν
ἐμπάλλομαι
ἔμπαμα
ἔμπαν
ἐμπανηγυρίζω
View word page
ἐμπαιστική
of embossing

ShortDef

of embossing

Debugging

Headword:
ἐμπαιστική
Headword (normalized):
ἐμπαιστική
Headword (normalized/stripped):
εμπαιστικη
IDX:
29030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29031
Key:

Data

{'content': 'of embossing'}