Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπαιγμονή
ἐμπαιγμός
ἐμπαιδεύω
ἐμπαιδοτριβέομαι
ἐμπαιδοτροφέομαι
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἔμπαις
ἔμπαισμα
ἐμπαιστική
ἐμπαιστός
ἐμπαίω
ἐμπακτόω
ἐμπάλαγμα
ἐμπαλάσσομαι
ἔμπαλιν
ἐμπάλλομαι
ἔμπαμα
ἔμπαν
View word page
ἔμπαισμα
embossed work
ShortDef
embossed work
Debugging
Headword:
ἔμπαισμα
Headword (normalized):
ἔμπαισμα
Headword (normalized/stripped):
εμπαισμα
IDX:
29029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29030
Key:
Data
{'content': 'embossed work'}