Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
ἐμπαιγμονή
ἐμπαιγμός
ἐμπαιδεύω
ἐμπαιδοτριβέομαι
ἐμπαιδοτροφέομαι
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἔμπαις
ἔμπαισμα
ἐμπαιστική
ἐμπαιστός
ἐμπαίω
ἐμπακτόω
ἐμπάλαγμα
ἐμπαλάσσομαι
ἔμπαλιν
ἐμπάλλομαι
View word page
ἔμπαιος2
bursting in, sudden

ShortDef

possessed of
bursting in, sudden

Debugging

Headword:
ἔμπαιος2
Headword (normalized):
ἔμπαιος
Headword (normalized/stripped):
εμπαιος2
IDX:
29027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29028
Key:

Data

{'content': 'bursting in, sudden'}