Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπάθεια
ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
ἐμπαιγμονή
ἐμπαιγμός
ἐμπαιδεύω
ἐμπαιδοτριβέομαι
ἐμπαιδοτροφέομαι
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἔμπαις
ἔμπαισμα
ἐμπαιστική
ἐμπαιστός
ἐμπαίω
ἐμπακτόω
ἐμπάλαγμα
ἐμπαλάσσομαι
ἔμπαλιν
View word page
ἔμπαιος
possessed of
ShortDef
possessed of
bursting in, sudden
Debugging
Headword:
ἔμπαιος
Headword (normalized):
ἔμπαιος
Headword (normalized/stripped):
εμπαιος
IDX:
29026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29027
Key:
Data
{'content': 'possessed of'}