Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμπάζομαι
ἐμπάθεια
ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
ἐμπαιγμονή
ἐμπαιγμός
ἐμπαιδεύω
ἐμπαιδοτριβέομαι
ἐμπαιδοτροφέομαι
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἔμπαις
ἔμπαισμα
ἐμπαιστική
ἐμπαιστός
ἐμπαίω
ἐμπακτόω
ἐμπάλαγμα
ἐμπαλάσσομαι
View word page
ἐμπαίκτης
a mocker, deceiver

ShortDef

a mocker, deceiver

Debugging

Headword:
ἐμπαίκτης
Headword (normalized):
ἐμπαίκτης
Headword (normalized/stripped):
εμπαικτης
IDX:
29025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29026
Key:

Data

{'content': 'a mocker, deceiver'}