Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμπάγνυμι
ἐμπάζομαι
ἐμπάθεια
ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
ἐμπαιγμονή
ἐμπαιγμός
ἐμπαιδεύω
ἐμπαιδοτριβέομαι
ἐμπαιδοτροφέομαι
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἔμπαις
ἔμπαισμα
ἐμπαιστική
ἐμπαιστός
ἐμπαίω
ἐμπακτόω
ἐμπάλαγμα
View word page
ἐμπαίζω
to mock at, mock
ShortDef
to mock at, mock
Debugging
Headword:
ἐμπαίζω
Headword (normalized):
ἐμπαίζω
Headword (normalized/stripped):
εμπαιζω
IDX:
29024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29025
Key:
Data
{'content': 'to mock at, mock'}