Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμός
ἐμοῦς
ἐμπάγνυμι
ἐμπάζομαι
ἐμπάθεια
ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
ἐμπαιγμονή
ἐμπαιγμός
ἐμπαιδεύω
ἐμπαιδοτριβέομαι
ἐμπαιδοτροφέομαι
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἔμπαις
ἔμπαισμα
ἐμπαιστική
ἐμπαιστός
ἐμπαίω
View word page
ἐμπαιδοτριβέομαι
to be brought up

ShortDef

to be brought up

Debugging

Headword:
ἐμπαιδοτριβέομαι
Headword (normalized):
ἐμπαιδοτριβέομαι
Headword (normalized/stripped):
εμπαιδοτριβεομαι
IDX:
29022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29023
Key:

Data

{'content': 'to be brought up'}