Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμμυθόω
ἔμμωμος
ἐμός
ἐμοῦς
ἐμπάγνυμι
ἐμπάζομαι
ἐμπάθεια
ἐμπαθής
ἔμπαιγμα
ἐμπαιγμονή
ἐμπαιγμός
ἐμπαιδεύω
ἐμπαιδοτριβέομαι
ἐμπαιδοτροφέομαι
ἐμπαίζω
ἐμπαίκτης
ἔμπαιος
ἔμπαιος2
ἔμπαις
ἔμπαισμα
ἐμπαιστική
View word page
ἐμπαιγμός
mockery, mocking
ShortDef
mockery, mocking
Debugging
Headword:
ἐμπαιγμός
Headword (normalized):
ἐμπαιγμός
Headword (normalized/stripped):
εμπαιγμος
IDX:
29020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29021
Key:
Data
{'content': 'mockery, mocking'}