Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἐμμήνιος
ἔμμηνις
ἔμμηνος
ἔμμηρος
ἔμμητρος
ἐμμιαίνω
ἔμμιλτος
ἔμμισθος
ἐμμογέω
ἔμμοιρος
ἐμμολύνω
ἐμμονή
ἔμμονος
ἔμμορος
ἔμμορφος
ἐμμοτέω
ἔμμοτος
ἔμμοχθος
ἐμμυέω
View word page
ἐμμογέω
toil in

ShortDef

toil in

Debugging

Headword:
ἐμμογέω
Headword (normalized):
ἐμμογέω
Headword (normalized/stripped):
εμμογεω
IDX:
28999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29000
Key:

Data

{'content': 'toil in'}