Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκολλος
ἀκολλύβιστος
ἀκολόβωτος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολούθησις
ἀκολουθητέον
ἀκολουθητικός
ἀκολουθία
ἀκολουθίσκος
ἀκόλουθος
ἄκολπος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
ἀκομιστίη
ἀκόμιστος
ἀκόμμωτος
ἄκομος
ἀκόμπαστος
ἄκομπος
ἀκόμψευτος
View word page
ἀκόλουθος
following, attending on

ShortDef

following, attending on

Debugging

Headword:
ἀκόλουθος
Headword (normalized):
ἀκόλουθος
Headword (normalized/stripped):
ακολουθος
IDX:
2899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2900
Key:

Data

{'content': 'following, attending on'}