Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμμερίζομαι
ἐμμέριμνος
ἔμμεσος
ἐμμεστόομαι
ἔμμεστος
ἐμμετάβολος
ἐμμετεωρίζομαι
ἐμμετρέω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἐμμήνιος
ἔμμηνις
ἔμμηνος
ἔμμηρος
ἔμμητρος
ἐμμιαίνω
ἔμμιλτος
ἔμμισθος
ἐμμογέω
ἔμμοιρος
View word page
ἐμμετρότης
proportion, fitness (dub., see ἔμμετρος)
ShortDef
proportion, fitness (dub., see ἔμμετρος)
Debugging
Headword:
ἐμμετρότης
Headword (normalized):
ἐμμετρότης
Headword (normalized/stripped):
εμμετροτης
IDX:
28990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28991
Key:
Data
{'content': 'proportion, fitness (dub., see ἔμμετρος)'}