Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμμένω
ἐμμερίζομαι
ἐμμέριμνος
ἔμμεσος
ἐμμεστόομαι
ἔμμεστος
ἐμμετάβολος
ἐμμετεωρίζομαι
ἐμμετρέω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἐμμήνιος
ἔμμηνις
ἔμμηνος
ἔμμηρος
ἔμμητρος
ἐμμιαίνω
ἔμμιλτος
ἔμμισθος
ἐμμογέω
View word page
ἔμμετρος
in measure, proportioned, suitable, moderate
ShortDef
in measure, proportioned, suitable, moderate
Debugging
Headword:
ἔμμετρος
Headword (normalized):
ἔμμετρος
Headword (normalized/stripped):
εμμετρος
IDX:
28989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28990
Key:
Data
{'content': 'in measure, proportioned, suitable, moderate'}