Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμερίζομαι
ἐμμέριμνος
ἔμμεσος
ἐμμεστόομαι
ἔμμεστος
ἐμμετάβολος
ἐμμετεωρίζομαι
ἐμμετρέω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἐμμήνιος
ἔμμηνις
ἔμμηνος
ἔμμηρος
ἔμμητρος
ἐμμιαίνω
ἔμμιλτος
ἔμμισθος
View word page
ἐμμετρία
fit measure, proportion

ShortDef

fit measure, proportion

Debugging

Headword:
ἐμμετρία
Headword (normalized):
ἐμμετρία
Headword (normalized/stripped):
εμμετρια
IDX:
28988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28989
Key:

Data

{'content': 'fit measure, proportion'}