Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμμενετικός
ἐμμενετός
ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμερίζομαι
ἐμμέριμνος
ἔμμεσος
ἐμμεστόομαι
ἔμμεστος
ἐμμετάβολος
ἐμμετεωρίζομαι
ἐμμετρέω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἐμμήνιος
ἔμμηνις
ἔμμηνος
ἔμμηρος
ἔμμητρος
ἐμμιαίνω
View word page
ἐμμετεωρίζομαι
to be carried aloft

ShortDef

to be carried aloft

Debugging

Headword:
ἐμμετεωρίζομαι
Headword (normalized):
ἐμμετεωρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εμμετεωριζομαι
IDX:
28986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28987
Key:

Data

{'content': 'to be carried aloft'}