Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμμεμφής
ἐμμενές
ἐμμενετέον
ἐμμενετικός
ἐμμενετός
ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμερίζομαι
ἐμμέριμνος
ἔμμεσος
ἐμμεστόομαι
ἔμμεστος
ἐμμετάβολος
ἐμμετεωρίζομαι
ἐμμετρέω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἐμμήνιος
ἔμμηνις
ἔμμηνος
View word page
ἐμμεστόομαι
to be filled quite full

ShortDef

to be filled quite full

Debugging

Headword:
ἐμμεστόομαι
Headword (normalized):
ἐμμεστόομαι
Headword (normalized/stripped):
εμμεστοομαι
IDX:
28983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28984
Key:

Data

{'content': 'to be filled quite full'}