Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμμεμαώς
ἐμμέμονα
ἐμμεμφής
ἐμμενές
ἐμμενετέον
ἐμμενετικός
ἐμμενετός
ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμερίζομαι
ἐμμέριμνος
ἔμμεσος
ἐμμεστόομαι
ἔμμεστος
ἐμμετάβολος
ἐμμετεωρίζομαι
ἐμμετρέω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
ἐμμήνιος
View word page
ἐμμέριμνος
in anxiety
ShortDef
in anxiety
Debugging
Headword:
ἐμμέριμνος
Headword (normalized):
ἐμμέριμνος
Headword (normalized/stripped):
εμμεριμνος
IDX:
28981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28982
Key:
Data
{'content': 'in anxiety'}