Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμμελής
ἐμμεμαώς
ἐμμέμονα
ἐμμεμφής
ἐμμενές
ἐμμενετέον
ἐμμενετικός
ἐμμενετός
ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμερίζομαι
ἐμμέριμνος
ἔμμεσος
ἐμμεστόομαι
ἔμμεστος
ἐμμετάβολος
ἐμμετεωρίζομαι
ἐμμετρέω
ἐμμετρία
ἔμμετρος
ἐμμετρότης
View word page
ἐμμερίζομαι
to be divided, distributed
ShortDef
to be divided, distributed
Debugging
Headword:
ἐμμερίζομαι
Headword (normalized):
ἐμμερίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εμμεριζομαι
IDX:
28980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28981
Key:
Data
{'content': 'to be divided, distributed'}