Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμμελέτημα
ἐμμελετητέον
ἐμμελής
ἐμμεμαώς
ἐμμέμονα
ἐμμεμφής
ἐμμενές
ἐμμενετέον
ἐμμενετικός
ἐμμενετός
ἐμμενής
ἐμμένω
ἐμμερίζομαι
ἐμμέριμνος
ἔμμεσος
ἐμμεστόομαι
ἔμμεστος
ἐμμετάβολος
ἐμμετεωρίζομαι
ἐμμετρέω
ἐμμετρία
View word page
ἐμμενής
abiding in
ShortDef
abiding in
Debugging
Headword:
ἐμμενής
Headword (normalized):
ἐμμενής
Headword (normalized/stripped):
εμμενης
IDX:
28978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28979
Key:
Data
{'content': 'abiding in'}