Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμέω
ἐμίας
ἐμμαγεῖον
ἐμμαίνομαι
ἐμμακεδονίζω
ἔμμαλλος
ἐμμανής
Ἐμμαοῦς
ἐμμαπέως
ἐμμάρτυρος
ἐμμάσσομαι
ἐμματαιάζω
ἐμματέω
ἐμμάχομαι
ἐμμέθοδος
ἐμμεθύσκομαι
ἐμμείγνυμι
ἐμμειδιάω
ἐμμέλεια
ἐμμελετάω
ἐμμελέτημα
View word page
ἐμμάσσομαι
knead bread in (ἐμμάσσω DGE)
ShortDef
knead bread in (ἐμμάσσω DGE)
Debugging
Headword:
ἐμμάσσομαι
Headword (normalized):
ἐμμάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
εμμασσομαι
IDX:
28958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28959
Key:
Data
{'content': 'knead bread in (ἐμμάσσω DGE)'}