Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμετοποιέομαι
ἐμετοποιΐα
ἐμετός
ἔμετος
ἐμετώδης
ἐμέω
ἐμίας
ἐμμαγεῖον
ἐμμαίνομαι
ἐμμακεδονίζω
ἔμμαλλος
ἐμμανής
Ἐμμαοῦς
ἐμμαπέως
ἐμμάρτυρος
ἐμμάσσομαι
ἐμματαιάζω
ἐμματέω
ἐμμάχομαι
ἐμμέθοδος
ἐμμεθύσκομαι
View word page
ἔμμαλλος
woolly, fleecy

ShortDef

woolly, fleecy

Debugging

Headword:
ἔμμαλλος
Headword (normalized):
ἔμμαλλος
Headword (normalized/stripped):
εμμαλλος
IDX:
28953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28954
Key:

Data

{'content': 'woolly, fleecy'}