Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμετιάω
ἐμετικός
ἐμετοποιέομαι
ἐμετοποιΐα
ἐμετός
ἔμετος
ἐμετώδης
ἐμέω
ἐμίας
ἐμμαγεῖον
ἐμμαίνομαι
ἐμμακεδονίζω
ἔμμαλλος
ἐμμανής
Ἐμμαοῦς
ἐμμαπέως
ἐμμάρτυρος
ἐμμάσσομαι
ἐμματαιάζω
ἐμματέω
ἐμμάχομαι
View word page
ἐμμαίνομαι
to be mad at

ShortDef

to be mad at

Debugging

Headword:
ἐμμαίνομαι
Headword (normalized):
ἐμμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
εμμαινομαι
IDX:
28951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28952
Key:

Data

{'content': 'to be mad at'}