Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμεσμα
ἐμετηρίζω
ἐμετήριος
ἐμετιάω
ἐμετικός
ἐμετοποιέομαι
ἐμετοποιΐα
ἐμετός
ἔμετος
ἐμετώδης
ἐμέω
ἐμίας
ἐμμαγεῖον
ἐμμαίνομαι
ἐμμακεδονίζω
ἔμμαλλος
ἐμμανής
Ἐμμαοῦς
ἐμμαπέως
ἐμμάρτυρος
ἐμμάσσομαι
View word page
ἐμέω
to vomit, throw up

ShortDef

to vomit, throw up

Debugging

Headword:
ἐμέω
Headword (normalized):
ἐμέω
Headword (normalized/stripped):
εμεω
IDX:
28948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28949
Key:

Data

{'content': 'to vomit, throw up'}