Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβώμιος
Ἔμεσα
ἐμεσία
ἔμεσις
ἔμεσμα
ἐμετηρίζω
ἐμετήριος
ἐμετιάω
ἐμετικός
ἐμετοποιέομαι
ἐμετοποιΐα
ἐμετός
ἔμετος
ἐμετώδης
ἐμέω
ἐμίας
ἐμμαγεῖον
ἐμμαίνομαι
ἐμμακεδονίζω
ἔμμαλλος
ἐμμανής
View word page
ἐμετοποιΐα
causing to vomit

ShortDef

causing to vomit

Debugging

Headword:
ἐμετοποιΐα
Headword (normalized):
ἐμετοποιΐα
Headword (normalized/stripped):
εμετοποιια
IDX:
28944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28945
Key:

Data

{'content': 'causing to vomit'}