Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβυρσόω
ἐμβύω
ἐμβώμιος
Ἔμεσα
ἐμεσία
ἔμεσις
ἔμεσμα
ἐμετηρίζω
ἐμετήριος
ἐμετιάω
ἐμετικός
ἐμετοποιέομαι
ἐμετοποιΐα
ἐμετός
ἔμετος
ἐμετώδης
ἐμέω
ἐμίας
ἐμμαγεῖον
ἐμμαίνομαι
ἐμμακεδονίζω
View word page
ἐμετικός
one who uses emetics

ShortDef

one who uses emetics

Debugging

Headword:
ἐμετικός
Headword (normalized):
ἐμετικός
Headword (normalized/stripped):
εμετικος
IDX:
28942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28943
Key:

Data

{'content': 'one who uses emetics'}