Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβύθιος
ἐμβυκανάω
ἐμβυρσόω
ἐμβύω
ἐμβώμιος
Ἔμεσα
ἐμεσία
ἔμεσις
ἔμεσμα
ἐμετηρίζω
ἐμετήριος
ἐμετιάω
ἐμετικός
ἐμετοποιέομαι
ἐμετοποιΐα
ἐμετός
ἔμετος
ἐμετώδης
ἐμέω
ἐμίας
ἐμμαγεῖον
View word page
ἐμετήριος
an emetic

ShortDef

an emetic

Debugging

Headword:
ἐμετήριος
Headword (normalized):
ἐμετήριος
Headword (normalized/stripped):
εμετηριος
IDX:
28940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28941
Key:

Data

{'content': 'an emetic'}