Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβρωματίζω
ἐμβυθίζω
ἐμβύθιος
ἐμβυκανάω
ἐμβυρσόω
ἐμβύω
ἐμβώμιος
Ἔμεσα
ἐμεσία
ἔμεσις
ἔμεσμα
ἐμετηρίζω
ἐμετήριος
ἐμετιάω
ἐμετικός
ἐμετοποιέομαι
ἐμετοποιΐα
ἐμετός
ἔμετος
ἐμετώδης
ἐμέω
View word page
ἔμεσμα
vomit

ShortDef

vomit

Debugging

Headword:
ἔμεσμα
Headword (normalized):
ἔμεσμα
Headword (normalized/stripped):
εμεσμα
IDX:
28938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28939
Key:

Data

{'content': 'vomit'}