Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκολάκευτος
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
ἀκόλαστος
ἀκολλητί
ἀκόλλητος
ἄκολλος
ἀκολλύβιστος
ἀκολόβωτος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολούθησις
ἀκολουθητέον
ἀκολουθητικός
ἀκολουθία
ἀκολουθίσκος
ἀκόλουθος
ἄκολπος
ἀκόλυμβος
ἀκομιστία
View word page
ἄκολος
a bit, morsel
ShortDef
a bit, morsel
Debugging
Headword:
ἄκολος
Headword (normalized):
ἄκολος
Headword (normalized/stripped):
ακολος
IDX:
2892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2893
Key:
Data
{'content': 'a bit, morsel'}