Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμβρυοδόχος
ἐμβρυοθλάστης
ἐμβρύοικος
ἔμβρυον
ἔμβρυος
ἐμβρυοτομέω
ἐμβρυοτομία
ἐμβρυοτόμος
ἐμβρυουλκέω
ἐμβρυουλκία
ἐμβρυουλκός
ἔμβρωμα
ἐμβρωματίζω
ἐμβυθίζω
ἐμβύθιος
ἐμβυκανάω
ἐμβυρσόω
ἐμβύω
ἐμβώμιος
Ἔμεσα
ἐμεσία
View word page
ἐμβρυουλκός
crochet, hook
ShortDef
crochet, hook
Debugging
Headword:
ἐμβρυουλκός
Headword (normalized):
ἐμβρυουλκός
Headword (normalized/stripped):
εμβρυουλκος
IDX:
28926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28927
Key:
Data
{'content': 'crochet, hook'}