Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμβροχή
ἐμβρόχθιος
ἐμβροχίζω
ἔμβροχος
ἐμβρύειον
ἐμβρύκω
ἐμβρυοδόχος
ἐμβρυοθλάστης
ἐμβρύοικος
ἔμβρυον
ἔμβρυος
ἐμβρυοτομέω
ἐμβρυοτομία
ἐμβρυοτόμος
ἐμβρυουλκέω
ἐμβρυουλκία
ἐμβρυουλκός
ἔμβρωμα
ἐμβρωματίζω
ἐμβυθίζω
ἐμβύθιος
View word page
ἔμβρυος
growing in
ShortDef
growing in
Debugging
Headword:
ἔμβρυος
Headword (normalized):
ἔμβρυος
Headword (normalized/stripped):
εμβρυος
IDX:
28920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28921
Key:
Data
{'content': 'growing in'}