Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄκοιτος
ἀκολάκευτος
ἀκολασία
ἀκολασταίνω
ἀκολάστημα
ἀκόλαστος
ἀκολλητί
ἀκόλλητος
ἄκολλος
ἀκολλύβιστος
ἀκολόβωτος
ἄκολος
ἀκολουθέω
ἀκολούθησις
ἀκολουθητέον
ἀκολουθητικός
ἀκολουθία
ἀκολουθίσκος
ἀκόλουθος
ἄκολπος
ἀκόλυμβος
View word page
ἀκολόβωτος
not curtailed

ShortDef

not curtailed

Debugging

Headword:
ἀκολόβωτος
Headword (normalized):
ἀκολόβωτος
Headword (normalized/stripped):
ακολοβωτος
IDX:
2891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2892
Key:

Data

{'content': 'not curtailed'}