Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβρόντητος
ἐμβροχάς
ἐμβροχή
ἐμβρόχθιος
ἐμβροχίζω
ἔμβροχος
ἐμβρύειον
ἐμβρύκω
ἐμβρυοδόχος
ἐμβρυοθλάστης
ἐμβρύοικος
ἔμβρυον
ἔμβρυος
ἐμβρυοτομέω
ἐμβρυοτομία
ἐμβρυοτόμος
ἐμβρυουλκέω
ἐμβρυουλκία
ἐμβρυουλκός
ἔμβρωμα
ἐμβρωματίζω
View word page
ἐμβρύοικος
dwelling in sea-weed

ShortDef

dwelling in sea-weed

Debugging

Headword:
ἐμβρύοικος
Headword (normalized):
ἐμβρύοικος
Headword (normalized/stripped):
εμβρυοικος
IDX:
28918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28919
Key:

Data

{'content': 'dwelling in sea-weed'}