Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβρίθω
ἐμβριμάομαι
ἐμβρίμημα
ἐμβρονταῖος
ἐμβροντάω
ἐμβροντησία
ἐμβρόντητος
ἐμβροχάς
ἐμβροχή
ἐμβρόχθιος
ἐμβροχίζω
ἔμβροχος
ἐμβρύειον
ἐμβρύκω
ἐμβρυοδόχος
ἐμβρυοθλάστης
ἐμβρύοικος
ἔμβρυον
ἔμβρυος
ἐμβρυοτομέω
ἐμβρυοτομία
View word page
ἐμβροχίζω
catch in a noose

ShortDef

catch in a noose

Debugging

Headword:
ἐμβροχίζω
Headword (normalized):
ἐμβροχίζω
Headword (normalized/stripped):
εμβροχιζω
IDX:
28912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28913
Key:

Data

{'content': 'catch in a noose'}