Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐμβρέχω
ἔμβρημα
ἐμβρίθεια
ἐμβριθής
ἐμβρίθω
ἐμβριμάομαι
ἐμβρίμημα
ἐμβρονταῖος
ἐμβροντάω
ἐμβροντησία
ἐμβρόντητος
ἐμβροχάς
ἐμβροχή
ἐμβρόχθιος
ἐμβροχίζω
ἔμβροχος
ἐμβρύειον
ἐμβρύκω
ἐμβρυοδόχος
ἐμβρυοθλάστης
ἐμβρύοικος
View word page
ἐμβρόντητος
thunderstruck, stupefied, stupid

ShortDef

thunderstruck, stupefied, stupid

Debugging

Headword:
ἐμβρόντητος
Headword (normalized):
ἐμβρόντητος
Headword (normalized/stripped):
εμβροντητος
IDX:
28908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28909
Key:

Data

{'content': 'thunderstruck, stupefied, stupid'}