Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔμβρεφος
ἐμβρέχω
ἔμβρημα
ἐμβρίθεια
ἐμβριθής
ἐμβρίθω
ἐμβριμάομαι
ἐμβρίμημα
ἐμβρονταῖος
ἐμβροντάω
ἐμβροντησία
ἐμβρόντητος
ἐμβροχάς
ἐμβροχή
ἐμβρόχθιος
ἐμβροχίζω
ἔμβροχος
ἐμβρύειον
ἐμβρύκω
ἐμβρυοδόχος
ἐμβρυοθλάστης
View word page
ἐμβροντησία
sheer stupidity

ShortDef

sheer stupidity

Debugging

Headword:
ἐμβροντησία
Headword (normalized):
ἐμβροντησία
Headword (normalized/stripped):
εμβροντησια
IDX:
28907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28908
Key:

Data

{'content': 'sheer stupidity'}