Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμβρενθυόμενος
ἔμβρεφος
ἐμβρέχω
ἔμβρημα
ἐμβρίθεια
ἐμβριθής
ἐμβρίθω
ἐμβριμάομαι
ἐμβρίμημα
ἐμβρονταῖος
ἐμβροντάω
ἐμβροντησία
ἐμβρόντητος
ἐμβροχάς
ἐμβροχή
ἐμβρόχθιος
ἐμβροχίζω
ἔμβροχος
ἐμβρύειον
ἐμβρύκω
ἐμβρυοδόχος
View word page
ἐμβροντάω
dumbfounder
ShortDef
dumbfounder
Debugging
Headword:
ἐμβροντάω
Headword (normalized):
ἐμβροντάω
Headword (normalized/stripped):
εμβρονταω
IDX:
28906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28907
Key:
Data
{'content': 'dumbfounder'}