Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐμβρεκτέον
ἐμβρεκτός
ἐμβρέμομαι
ἐμβρενθυόμενος
ἔμβρεφος
ἐμβρέχω
ἔμβρημα
ἐμβρίθεια
ἐμβριθής
ἐμβρίθω
ἐμβριμάομαι
ἐμβρίμημα
ἐμβρονταῖος
ἐμβροντάω
ἐμβροντησία
ἐμβρόντητος
ἐμβροχάς
ἐμβροχή
ἐμβρόχθιος
ἐμβροχίζω
ἔμβροχος
View word page
ἐμβριμάομαι
to snort in
ShortDef
to snort in
Debugging
Headword:
ἐμβριμάομαι
Headword (normalized):
ἐμβριμάομαι
Headword (normalized/stripped):
εμβριμαομαι
IDX:
28903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-28904
Key:
Data
{'content': 'to snort in'}